ματάκιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ματάκιας οι ματάκηδες
      γενική του ματάκια των ματάκηδων
    αιτιατική τον ματάκια τους ματάκηδες
     κλητική ματάκια ματάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματάκιας < από την έκφραση παίρνω μάτι (παρακολουθώ κάτι/κάποιους κρυφά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματάκιας αρσενικό

  • αυτός που του αρέσει να παρακολουθεί τις ερωτικές στιγμές των άλλων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]