μεγαοισοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαοισοφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaesophagus < αρχαία ελληνική μέγας + οἰσοφάγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαοισοφάγος αρσενικό
- (ιατρική) ασυνήθιστη διεύρυνση / διαστολή του οισοφάγου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Megaesophagus στην αγγλική Βικιπαίδεια
- δυσφαγία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαοισοφάγος
Πηγές[επεξεργασία]
- μεγαοισοφάγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)