μελεαγρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελεαγρίδα < αρχαία ελληνική μελεαγρίς < Μελέαγρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελεαγρίδα θηλυκό
- (πτηνό) είδος πουλιού, χαρακτηριστική αντιπρόσωπος της τάξης ορνιθόμορφα (επιστημονική ονομασία numidia meleagris)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Μελέαγρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελεαγρίδα
|