μερίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερίκευση | οι | μερικεύσεις |
γενική | της | μερίκευσης* | των | μερικεύσεων |
αιτιατική | τη | μερίκευση | τις | μερικεύσεις |
κλητική | μερίκευση | μερικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μερικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μερίκευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μερικεύω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερίκευση
|