μεσέγχυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσέγχυμα τα μεσεγχύματα
      γενική του μεσεγχύματος των μεσεγχυμάτων
    αιτιατική το μεσέγχυμα τα μεσεγχύματα
     κλητική μεσέγχυμα μεσεγχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσέγχυμα < μέσος + έγχυμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσέγχυμα ουδέτερο

  • (βιολογία) κυτταρικός ζωικός ιστός που βρίσκεται περί το εμβρυικό μεσόδερμα και περιβάλλει τα εσωτερικά όργανα υπό μορφή κομπρέσας.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]