μετάφρασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετάφρασμα < μεταφράζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάφρασμα ουδέτερο
- το κείμενο που έχει μεταφραστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεταφράζω
- μετάφραση, μετάφρασμα
- μεταφραστής, μεταφράστρια
- μεταφραστικός, μεταφραστικά
- μεταφράσιμος, μεταφραστέος