μεταβιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταβιολογία | οι | μεταβιολογίες |
γενική | της | μεταβιολογίας | των | μεταβιολογιών |
αιτιατική | τη | μεταβιολογία | τις | μεταβιολογίες |
κλητική | μεταβιολογία | μεταβιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταβιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metabiology < αρχαία ελληνική μετά + βίος + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταβιολογία θηλυκό
- (νεολογισμός) η μελέτη της βιολογίας ως επιστημονικού κλάδου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταβιολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)