μεταπύργιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπύργιο < αρχαία ελληνική μεταπύργιον < μετά + πύργος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταπύργιο ουδέτερο
μεταπύργιο ουδέτερο