μεταταρσαλγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταταρσαλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metatarsalgia < νεολατινική metatarsus < αρχαία ελληνική μετά + ταρσός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταταρσαλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος στο μετατάρσιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Metatarsalgia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταταρσαλγία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)