μηνορραγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηνορραγία οι μηνορραγίες
      γενική της μηνορραγίας των μηνορραγιών
    αιτιατική τη μηνορραγία τις μηνορραγίες
     κλητική μηνορραγία μηνορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηνορραγία < μην(ας) + -ο- + -ρραγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηνορραγία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]