μηχανοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανοκαλλιέργεια < μηχανο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανοκαλλιέργεια θηλυκό
- (σπάνιο) καλλιέργεια που γίνεται με μηχανήματα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανοκαλλιέργεια
|