μικροκαλλιεργητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροκαλλιεργητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροκαλλιεργητής αρσενικό (θηλυκό μικροκαλλιεργήτρια)
- (επάγγελμα) καλλιεργητής μικρών εκτάσεων, σε αντίθεση με τον μεγαλοκτηματία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροκαλλιεργητής
|