μικρονιζέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρονιζέ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microniser < micron + -iser < αρχαία ελληνική μικρόν, ουδέτερο του μικρός
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρονιζέ άκλιτο
- (για αστάρι, βαφή κ.λπ.) που περιέχει κόκκους σε μέγεθος μικρομέτρου (μm) (ένα εκατομμυριοστό του μέτρου, 10−6 m)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρονιζέ
|