μικροτέχνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροτέχνης < μικροτεχνία + -ης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροτέχνης αρσενικό (θηλυκό μικροτεχνίτρια)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροτέχνης
|