μισαδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μισαδάκι τα μισαδάκια
      γενική
    αιτιατική το μισαδάκι τα μισαδάκια
     κλητική μισαδάκι μισαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισαδάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μισαδάκι ουδέτερο

  1. (οικείο) μισόκιλο
    ήπιαμε από ένα μισαδάκι
  2. (οικείο) μισό τσιγάρο
  3. (οικείο) (γενικότερα) αρκετά λιγότερη, από το κανονικό, ποσότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]