μισαδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μισαδάκι | τα | μισαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μισαδάκι | τα | μισαδάκια |
κλητική | μισαδάκι | μισαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισαδάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μισαδάκι ουδέτερο
- (οικείο) μισόκιλο
- ήπιαμε από ένα μισαδάκι
- (οικείο) μισό τσιγάρο
- (οικείο) (γενικότερα) αρκετά λιγότερη, από το κανονικό, ποσότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισαδάκι
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)