μοναζίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοναζίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοναζίτης αρσενικό
- φωσφορικό ορυκτό των σπανίων γαιών (λανθανιδών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοναζίτης
|