μοσχομπίζελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχομπίζελο τα μοσχομπίζελα
      γενική του μοσχομπίζελου των μοσχομπίζελων
    αιτιατική το μοσχομπίζελο τα μοσχομπίζελα
     κλητική μοσχομπίζελο μοσχομπίζελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχομπίζελο < μοσχο- + μπιζέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοσχομπίζελο ουδέτερο ή λουβανούδα (κυπρ.) ή (επιστημονική ονομασία) Lathyrus odoratus: Λάθυρος ο εύοσμος

  • ετήσιο αναρριχητικό ανθοφόρο καλλωπιστικό φυτό με γλυκά αρωματισμένα άνθη του γένους Λάθυρος (Lathyrus) της οικογένειας των Φαβίδων (Fabaceae), με προέλευση τη Σικελία, την Κύπρο, τη νότια Ιταλία και τα νησιά του Αιγαίου

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]