μουραύγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουραύγια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουραύγια θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ειδική βαφή που εφαρμόζεται στα ύφαλα ενός πλοίου για προστασία από τη θαλάσσια διάβρωση και από μικροοργανισμούς που προσκολλώνται εκεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουραύγια
|