μουστακαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουστακαλής < μουστάκ(ι) + -αλής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mu.sta.kaˈlis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουστακαλής αρσενικό
- άτομο που έχει μουστάκι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουστακαλής
|