μπαταριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπαταρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαταριά οι μπαταριές
      γενική της μπαταριάς των μπαταριών
    αιτιατική την μπαταριά τις μπαταριές
     κλητική μπαταριά μπαταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαταριά < (άμεσο δάνειο) τουρκική batarya < ιταλική batteria (συστοιχία κανονιών) < λατινική battuo (χτυπώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαταριά θηλυκό

  • ταυτόχρονοι ή και συνεχόμενοι πυροβολισμοί, ομοβροντία
    τους ξέκανε με μια μπαταριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]