μπλοφαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλοφαδόρος αρσενικό
- που μπλοφάρει
- Είναι κάτι μπλοφαδόροι / που παινεύουν τη δουλειά / μπράβοι και κοντυλοφόροι / καθενού μαχαραγιά (Από το τραγούδι Μη με από καλείς τεμπέλη του Νίκου Ξυδάκη σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπλοφαδόρος
→ δείτε τη λέξη μπλοφατζής |