ναυαγιαιρέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυαγιαιρέτης < ναυαγιαιρεσία + -της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυαγιαιρέτης αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πραγματοποιεί ναυαγιαιρεσίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυαγιαιρέτης
|