νεαρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεαρά οι νεαρές
      γενική της νεαράς των νεαρών
    αιτιατική τη νεαρά τις νεαρές
     κλητική νεαρά νεαρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

νεαρά < νεαρή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεαρά θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

νεαρά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεαρά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεαρά οι νεαρές
      γενική της νεαράς των νεαρών
    αιτιατική τη νεαρά τις νεαρές
     κλητική νεαρά νεαρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεαρά θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • στην ονομαστική πληθυντικού συχνά ακολουθείται ο λόγιος τύπος νεαραί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

νεαρά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεαρά < θηλυκό του αρχαιοελληνικού επιθέτου νεαρός, (μεταφραστικό δάνειο) δημώδης λατινική novella (< λατινική novellus)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεαρά θηλυκό

  • (νομικός όρος) νομική διάταξη του αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που τροποποιούσε, ρύθμιζε ή συμπλήρωνε παλαιότερο νόμο ή διάταξη[1]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συχνά στον πληθυντικό, ως σώμα - τύπος νομικών διατάξεων: νεαραί

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. νεαρά Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].