νεοσυντηρητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοσυντηρητισμός < νεο- + συντηρητισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοσυντηρητισμός αρσενικό
- παραλλαγή της πολιτικής ιδεολογίας του συντηρητισμού που απορρίπτει τον ουτοπισμό και την ισότητα του σύγχρονου φιλελευθερισμού, αλλά βλέπει ένα ρόλο για το κράτος πρόνοιας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοσυντηρητισμός
|