νεραύλακα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεραύλακα θηλυκό
- άλλη μορφή του υδραύλακας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεραύλακα
|