νευροαρθριτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροαρθριτισμός < νευρο- + αρθριτισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευροαρθριτισμός αρσενικό
- (ιατρική) αρθριτισμός που συνδυάζεται νευρασθένεια ή νευροπάθεια ή τις προκαλεί
Πηγές[επεξεργασία]
- νευροαρθριτισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροαρθριτισμός
|