νευροβλάστη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuroblast < αρχαία ελληνική νεῦρον + βλάστη / βλαστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νευροβλάστη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νευροβλάστωμα
- → δείτε τις λέξεις νεύρο και βλαστός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- neuroblast στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- νευροβλάστη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροβλάστη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)