νταβάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νταβάς | οι | νταβάδες |
γενική | του | νταβά | των | νταβάδων |
αιτιατική | τον | νταβά | τους | νταβάδες |
κλητική | νταβά | νταβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νταβάς (1) < (άμεσο δάνειο) τουρκική tava < περσική تابه (tāva) "τηγάνι"
- νταβάς (2) < (άμεσο δάνειο) τουρκική dava < αραβική دعاء (dawā) "παράκληση", "πρόσκληση"
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταβάς αρσενικό
- (επάγγελμα, προφορικό) άλλη μορφή του ταβάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταβάς αρσενικό
- → δείτε τη λέξη νταβατζής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)