ντισιλίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντισιλίδικο ουδέτερο
- άλλη γραφή του ντισλίδικο
- Στους κορμούς τους, που είναι δουλεμένοι με ψιλό ντισιλίδικο, αποτυπώνεται η πλαστικότητα και η λεπτοδουλειά των γλυπτών της τελευταίας εικοσιπενταετίας του 4ου π.Χ. αιώνα. (*)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντισιλίδικο
|