ντισιλίδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντισιλίδικο τα ντισιλίδικα
      γενική του ντισιλίδικου των ντισιλίδικων
    αιτιατική το ντισιλίδικο τα ντισιλίδικα
     κλητική ντισιλίδικο ντισιλίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντισιλίδικο < τουρκική dişli

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντισιλίδικο ουδέτερο

  • άλλη γραφή του ντισλίδικο
    Στους κορμούς τους, που είναι δουλεμένοι με ψιλό ντισιλίδικο, αποτυπώνεται η πλαστικότητα και η λεπτοδουλειά των γλυπτών της τελευταίας εικοσιπενταετίας του 4ου π.Χ. αιώνα. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]