ντουζένι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντουζένι | τα | ντουζένια |
γενική | του | ντουζενιού | των | ντουζενιών |
αιτιατική | το | ντουζένι | τα | ντουζένια |
κλητική | ντουζένι | ντουζένια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντουζένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική düzen + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντουζένι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Είμαι στα ντουζένια μου: Είμαι χαρούμενος, κάνω κέφι