ντρεζίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντρεζίνα < ιταλική dresina < γερμανική Draisine < Καρλ φον Ντράις (Karl Friedrich Christian Ludwig Freiherr Drais von Sauerbronn)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντρεζίνα θηλυκό
- μικρό τροχήλατο όχημα που κινείται σε σιδηροδρομικές ράγες και χρησιμοποιείται συνήθως από σιδηροδρομικούς υπαλλήλους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ντραιζίνα
- δρεζίνα
- δραιζίνα
- (παρωχημένο) τερεζίνα
- (παρωχημένο) τροιζίνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Draisine στην αγγλική Βικιπαίδεια