ντόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντόκος οι ντόκοι
      γενική του ντόκου των ντόκων
    αιτιατική τον ντόκο τους ντόκους
     κλητική ντόκε ντόκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντόκος < ντοκ + -ος < αγγλική dock

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdo.kos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντόκος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]