ξάγναντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξάγναντο | τα | ξάγναντα |
γενική | του | ξάγναντου | των | ξάγναντων |
αιτιατική | το | ξάγναντο | τα | ξάγναντα |
κλητική | ξάγναντο | ξάγναντα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξάγναντο < μεσαιωνική ελληνικήξαγναντεύω < ξε και ἀγναντεύω < ἀγνάντια < τα ἐγνάντια < τά ἐνάντια (τα απέναντι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξάγναντο ουδέτερο (& αγνάντι)
- ψηλός τόπος, απ' όπου μπορεί κανείς να έχει μια γενική θέα σε όλη την περιοχή τριγύρω
- με κεφαλαίο, το Ξάγναντο, τοπωνύμιο (χωριό στη Δράμα, στο Αβραμιό Μεσσηνίας κ.α.)