ξέκωλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέκωλο τα ξέκωλα
      γενική του ξέκωλου των ξέκωλων
    αιτιατική το ξέκωλο τα ξέκωλα
     κλητική ξέκωλο ξέκωλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέκωλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξέκωλο ουδέτερο (χυδαίο)

  1. γυναίκα ασυγκράτητη ερωτικά με διάφορα άτομα
  2. χαρακτηρισμός γυναίκας που είναι ντυμένη με υπερβολικά προκλητικά ρούχα
  3. (κατ’ επέκταση) ρούχο πολύ προκλητικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξέκωλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]