ξελασκάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξελασκάρισμα < ξελασκάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξελασκάρισμα ουδέτερο
- η χαλάρωση μετά από ένταση εργασίας ή γενικά πιεστικών δραστηριοτήτων, το διάλειμμα μεταξύ υπχρεώσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελασκάρισμα
|