ξελόγιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελόγιασμα τα ξελογιάσματα
      γενική του ξελογιάσματος των ξελογιασμάτων
    αιτιατική το ξελόγιασμα τα ξελογιάσματα
     κλητική ξελόγιασμα ξελογιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελόγιασμα < ξελογιάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξελόγιασμα ουδέτερο (παλιότερα και ξελάγιασμα)

  1. η πρόκληση ερωτικού πάθους που οδηγεί τον άλλο σε μη λογικές ενέργειες
  2. η παράσυρση σε ενέργειες που κάποιος δεν συνήθιζε, σε αλλαγή τρόπου ζωής, από πάθος για τον πλούτο, την άνετη ζωή ή κάτι άλλο ελκυστικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]