ξεσήκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσήκωμα < ξεσηκώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσήκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεσηκώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσήκωμα