ξικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξικισμός | οι | ξικισμοί |
γενική | του | ξικισμού | των | ξικισμών |
αιτιατική | τον | ξικισμό | τους | ξικισμούς |
κλητική | ξικισμέ | ξικισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξικισμός < ξι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξικισμός αρσενικό
- τραυλισμός, αλλοίωση της προφοράς του « ξι » (προφέρεται πιο « παχύ »)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξικισμός
|