οιμωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οιμωγή | οι | οιμωγές |
γενική | της | οιμωγής | των | οιμωγών |
αιτιατική | την | οιμωγή | τις | οιμωγές |
κλητική | οιμωγή | οιμωγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οιμωγή < αρχαία ελληνική οἰμωγή < οἴμοι < οἴ + μοι < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οιμωγή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οιμωγή
|