ολιγοτοκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοτοκία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοτοκία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοτοκία θηλυκό
- (λόγιο) το να κάνει κάποιος λίγα τέκνα, να γεννά λίγες φορές, να είναι ολιγοτόκος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολιγοτόκος
- → δείτε τις λέξεις λίγος και τόκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοτοκία
|