ονειροπαγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.paˈʝi.ða/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ονειροπαγίδα θηλυκό
- αντικείμενο που θεωρείται ότι προστατεύει από τα κακά όνειρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονειροπαγίδα