οπισθοφυλακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθοφυλακή < αρχαία ελληνική ὀπισθοφυλακία < ὀπισθοφύλαξ < ὄπισθεν + φύλαξ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrière-garde)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπισθοφυλακή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) το στρατιωτικό τμήμα που πορεύεται στο τέλος, φυλάσσοντας τα νώτα του στρατεύματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οπισθοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις όπισθεν και φυλάττω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθοφυλακή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)