ουροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουροποίηση | οι | ουροποιήσεις |
γενική | της | ουροποίησης* | των | ουροποιήσεων |
αιτιατική | την | ουροποίηση | τις | ουροποιήσεις |
κλητική | ουροποίηση | ουροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουροποίηση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουροποίηση
|