ουροχολίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουροχολίνη οι ουροχολίνες
      γενική της ουροχολίνης των ουροχολινών
    αιτιατική την ουροχολίνη τις ουροχολίνες
     κλητική ουροχολίνη ουροχολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουροχολίνη < ούρο + χολίνη (χολή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουροχολίνη θηλυκό

  • ουσία που παράγεται από το ουροχολινογόνο και δίνει στα ούρα το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]