ουροχολίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουροχολίνη θηλυκό
- ουσία που παράγεται από το ουροχολινογόνο και δίνει στα ούρα το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τους