ουτοπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουτοπισμός < ουτοπία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουτοπισμός αρσενικό
- κάθε ιδέα ή θεωρία που αποτελεί ουτοπία, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουτοπισμός
|