οφθαλμοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οφθαλμοσκόπηση | οι | οφθαλμοσκοπήσεις |
γενική | της | οφθαλμοσκόπησης* | των | οφθαλμοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | οφθαλμοσκόπηση | τις | οφθαλμοσκοπήσεις |
κλητική | οφθαλμοσκόπηση | οφθαλμοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οφθαλμοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οφθαλμοσκόπηση < οφθαλμός + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ophtalmoscopie[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ophthalmoscopy[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφθαλμοσκόπηση θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οφθαλμοσκοπία
- οφθαλμοσκόπιο
- οφθαλμοσκοπικά
- οφθαλμοσκοπικός
- οφθαλμοσκοπικώς
- → δείτε τις λέξεις οφθαλμός και σκοπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφθαλμοσκόπηση
- ↑ 1,0 1,1 οφθαλμοσκόπηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)