παγοκρηπίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγοκρηπίδα θηλυκό
- (νεολογισμός) κρηπίδα πάγου
- Μεταξύ των πιο προφανών συνεπειών θα είναι η εμφάνιση φονικών καταιγίδων, η διάρρηξη και καταστροφή των παγοκρηπίδων στους πόλους, αλλά και η άνοδος της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων, που θα έχει ως αποτέλεσμα την καταβύθιση των παράκτιων πόλεων πριν από τα τέλη του αιώνα μας. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγοκρηπίδα
|