παιχνιδοκονσόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιχνιδοκονσόλα οι παιχνιδοκονσόλες
      γενική της παιχνιδοκονσόλας των παιχνιδοκονσολών
    αιτιατική την παιχνιδοκονσόλα τις παιχνιδοκονσόλες
     κλητική παιχνιδοκονσόλα παιχνιδοκονσόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιχνιδοκονσόλα < παιχνίδι + -ο- + κονσόλα < γαλλική console

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιχνιδοκονσόλα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]