παλαιογενετιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιογενετιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιογενετιστής αρσενικό
- άνθρωπος που ασχολείται / είναι ειδικός με την παλαιογενετική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιογενετιστής
|