παλαιοκομματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιοκομματισμός < παλαιο- + κομματισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιοκομματισμός αρσενικό
- μειωτική αναφορά στο παλαιότερο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα στον προσωποπαγή χαρακτήρα των κομμάτων και τη ρουσφετολογική πρακτική τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιοκομματισμός
|